βρίσκω

βρίσκω
και βρέσκω (AM εὑρίσκω)
1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω
2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο
3. φθάνω σ' αυτό που επιδίωκα
4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη
5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι
6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά
7. θεωρώ, κρίνω, υποθέτω, μου φαίνεται
8. πετυχαίνω τον στόχο
9. προσπαθώ να μαντέψω κάτι
10. κερδίζω κάτι, ωφελούμαι
11. προσκρούω σε κάτι, συναντώ αντίσταση
12. φροντίζω ή μεσολαβώ για να αποκτήσει κάποιος κάτι, προμηθεύω κάτι σε κάποιον
13. (γ' πρόσ.) τυχαίνει, συμβαίνει («τι κακό σε βρήκε»)
μσν.- νεοελλ.
1. αποκαλύπτω, αποδεικνύω
2. βρίσκομαι σε κάποια κατάσταση
νεοελλ.
φρ. 1) «καλώς σας βρήκα» — για χαιρετισμό
2) «απ' τον Θεό να τό 'βρεις» — ο Θεός να σου ανταποδώσει το καλό ή κακό που μου έκανες
3) «τα βρίσκουμε άλλοτε» — άλλοτε κανονίζουμε τους λογαριασμούς μας ή ως απειλή
4) «βρήκε τον μάστορή του» — πονηρός αυτός έπεσε θύμα άλλου πονηρότερου
5) «τα βρήκε μπαστούνια» — συνάντησε δυσκολίες
6) «βρήκα τον διάβολό μου ή τον μπελά μου» — έμπλεξα σε απροσδόκητες δυσχέρειες
7) «πάει να βρει τον πάτο» — είναι άπληστος, θέλει να ξεσκαλίζει κάθε υπόθεση
8) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» — για άτομο διανοητικά ή ηθικά κατώτερο που συνάντησε και ενώθηκε με όμοιό του
9) «βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ» — συνενώθηκαν και κάνουν παρέα δύο όμοιοι
10) «βρίσκομαι στην ανάγκη» — είμαι σε δύσκολη θέση, και μάλιστα σε οικονομική στενοχώρια
11) «κανένας δεν μου βρέθηκε στην ανάγκη μου» — κανείς δεν με βοήθησε όταν δυστυχούσα
12) (με αρνητική εκφορά) «δεν βρίσκομαι» είμαι εξαιρετικής αξίας, σπανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρίσκω. Ο ενεστ. ευρίσκω (με αβέβαιη την ποσότητα του -ι-) μαρτυρείται μόνο μια φορά στον Όμηρο και θεωρείται νεώτερος σχηματισμός στο όλο ρηματικό σύστημα εν συγκρίσει με τους προγενέστερους ρηματικούς τ. ευρεθήναι και ευρήσω < εύρηκα. Ο αόρ. ευρείν εξηγείται ως θεματικός ριζικός σχηματισμός του *ε-Fρείν, όπου το ε- ή είναι προθεματικό φωνήεν ή ανάγεται σε *e-wr-e- < *wer- (οριστ. *έ--ον αντί *η--ον), η δε δασύτητα αποτελεί αναλογικό προϊόν προς τα ελείν, αμαρτάνειν. Κατ' άλλους, πρόκειται για αναδιπλασιασμένο αόρ. *-Fρείν, με ανομοιωτική αποβολή του αρχικού φθόγγου F- και αναλογική δασύτητα (πρβλ. αρχ. ιρλ. fūar). Υποστηρίχθηκε ακόμη η υπόθεση της υπάρξεως ρίζας *swer- / *wer- (πρβλ. *sweks / *weks < seks > έξ) απ' όπου προήλθε ένας αναδιπλασιασμένος αόριστος *se-sw-re > *σε -συρε > εύρε, σχηματισμός που δικαιολογεί καλύτερα τη δασεία. Η απαθής βαθμίδα *wer- απαντά στο αρμ. ge-rem «κάνω κάποιον δεσμώτη», ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα με παρέκταση σε -u-απαντά στο ελλ. (F) aρύω «σέρνω, βγάζω» < *wrr-u. Στον τ. -Fρηκα > εύρηκα απαντά το ριζικό *Fρη < *urē-to-. Τέλος ο τ. βρέσκω (πιθ. από τ. βρέσκομαι) έχει το -ε- από τον αόρ. ευρέθην, κατά το πέφτω, έπεσα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ως πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων του ευρίσκω χρησιμοποιήθηκε το μόρφημα ευρησι-, μεταγενέστερο ευρεσι- (πρβλ. βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος).
ΠΑΡ. εύρεμα, εύρεσις, εύρετρα, εύρημα
αρχ.
Ευρέσιος (Ζευς), ευρέτις, ευρετός, ευρέτρια, εύρησις
μσν.- νεοελλ.
ευρετής
νεοελλ.
ευρετήριο, βρισκούμενο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ευρεσίτεχνος
αρχ.
ευρεσιεπής, ευρεσικομπία, ευρεσίλογος, ευρησιεπής, ευρησίλογος
μσν.
ευρεσίκακος
νεοελλ.
ευρεσιτέχνης. (Β΄ συνθετικό) ανευρίσκω, εξευρίσκω, εφευρίσκω
αρχ.
αφευρίσκω, ενευρίσκω, καθευρίσκω, παρευρίσκω, προσευρίσκω, συνευρίσκω, υπερευρίσκω
νεοελλ.
καλοβρίσκω, ματαβρίσκω, ξαναβρίσκω, πολυβρίσκω, πρωτοβρίσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βρίσκω — βρίσκω, βρήκα βλ. πίν. 114 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… …   Dictionary of Greek

  • Kalamatianos — The Kalamatianos Dance is one of the most well known dances of Greece. It is Pan Hellenic and is danced at every social gathering.HistoryThe roots of kalamatianos can be found in antiquity. Homer, in the Iliad, describes three performances made… …   Wikipedia

  • Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… …   Wikipedia

  • βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω …   Dictionary of Greek

  • ενευκαιρώ — ἐνευκαιρῶ, έω (AM) μσν. βρίσκω ευκαιρία, βρίσκω κατάλληλο, ευνοϊκό καιρό αρχ. μσν. περνώ τον καιρό μου, ασχολούμαι με κάτι («ἐνευκαιρεῑν διαβολαῑς», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …   Dictionary of Greek

  • κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”